- συνεγγραφω
- συνεγγράφωσυν-εγγράφω(ᾰ) вписывать, заносить, зачислять
(τινὰ εἶς θεούς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰ εἶς θεούς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεγγράφω — ΜΑ [ἐγγράφω] εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον μσν. ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek
συνεγγράφω — σύν ἐγγράφω make incisions into pres subj act 1st sg σύν ἐγγράφω make incisions into pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)